θερμόμετρο (το) (θερμομετρώ)
Η λέξη θερμόμετρο είναι σύνθετη: θερμο- + -μετρο. Πρώτη φορά, όμως, σχηματίστηκε στη γαλλική (thermomètre ).
όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας, η λειτουργία του οποίου στηρίζεται συνήθως στη θερμική διαστολή ενός υγρού ή αερίου που περιέχεται μέσα σε έναν διαφανή σωλήνα με χαραγμένη μια θερμομετρική κλίμακα
Η μαμά κατάλαβε ότι ο Αϊλάν είναι άρρωστος. Τον θερμομέτρησε και είχε πυρετό. Το θερμόμετρο έδειξε 39℃.
Στο Νευροκόπι της Δράμας κάνει πάρα πολύ κρύο. Εκεί το θερμόμετρο έχει δείξει μέχρι και -28℃.
Αν θέλουμε να μετρήσουμε σωστά τη θερμοκρασία του αέρα, πρέπει να βάλουμε το θερμόμετρο σε ένα μέρος που δεν το βλέπει άμεσα ο ήλιος. Οι θερμοκρασίες που βλέπουμε στην τηλεόραση και το ίντερνετ είναι πάντα «υπό σκιά».
Οι θερμομετρικές κλίμακες που βλέπουμε συνήθως πάνω στα θερμόμετρα είναι η κλίμακα Κελσίου (℃) και η κλίμακα Φαρενάιτ (℉). Υπάρχει επίσης και η κλίμακα Κέλβιν, αλλά αυτή χρησιμοποιείται πιο σπάνια.
Στα μέτρα προστασίας από την πανδημία που εφαρμόζονται στο σχολείο μας, προστέθηκαν σήμερα δύο σημεία μέτρησης της θερμοκρασίας από απόσταση με θερμόμετρο υπερύθρων.
όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει, αυξάνεται η ένταση
Αγγλική |
thermometer |
Αραβική |
ميزان الحرارة |
Ρωσική |
термометр |
Τούρκικη |
termometre |
Κινεζική |
温度计 |
Τι παρατηρούμε για τη λέξη αυτή στις γλώσσες του κόσμου;
Τα πρώτα θερμόμετρα ονομάζονταν θερμοσκόπια και είχαν επινοηθεί από τους αρχαίους Έλληνες Ήρωνα και Φίλωνα. Το 1709 ο Γερμανός Γκάμπριελ Φαρενάιτ (Fahrenheit) επινόησε ένα θερμοσκόπιο με οινόπνευμα αλλά και την αντίστοιχη κλίμακα μέτρησης. Αυτό ήταν το πρώτο όργανο που έφερε το όνομα «θερμόμετρο» και έμοιαζε με τα σημερινά.