μόριο (το)
Η λέξη μόριο στην ΑΕ σήμαινε «κομμάτι, μέρος ενός συνόλου». Ο αγγλικός όρος για το μόριο είναι molecule. Παρόμοια είναι η ονομασία του και σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη moles «μάζα» και την κατάληξη υποκοριστικού -ula («μικρή μάζα»).
Το μόριο είναι το μικρότερο κομμάτι μιας ουσίας και αποτελείται από 2 ή περισσότερα άτομα.
η πιο απλή μονάδα στην οποία μπορεί να διασπαστεί (δηλ. να κομματιαστεί) ένα χημικό στοιχείο ή μια χημικήένωση χωρίς να αλλάξει η χημική του σύσταση
μοριακός, -ή, -ό
τεταρτημόριο: το 1/4 του κύκλου
Τα μόρια είναι μικρά ή μεγάλα και έχουν διάφορα σχήματα. Υπάρχουν μόρια που μοιάζουν με μπάλες ποδοσφαίρου. Είναι βέβαια πάρα πολύ μικρά για να παίξουμε ποδόσφαιρο... 🙂
Η μοριακή βιολογία μελετά τα μόρια του DNA και των κυττάρων του οργανισμού μας.
μονάδα βαθμολόγησης σε ένα τεστ ή στις εξετάσεις
άκλιτη λέξη ή συνθετικό
Η λέξη άτομο προέρχεται από το αχώριστο μόριο α- και τη λέξη τέμνω (=χωρίζω)
Αγγλική |
molecule |
Αραβική |
جزيء |
Ρωσική |
молекула |
Τούρκικη |
molekül |
Κινεζική |
分子 |
Κατασκεύασε τα δικά σου μόρια χρησιμοποιώντας αυτή την προσομοίωση! Ξεκινώντας από τα άτομα δες πόσα μόρια μπορείς να δημιουργήσεις. Συγκέντρωσε τα μόριά σου και δες τα τρισδιάστατα!