μονωτής (ο) (μονώνω, μονώνομαι)
Η λέξη μονωτής παράγεται από το ρήμα μονώνω που σημαίνει «προστατεύω με ειδικό υλικό» και το επίθημα -τής που σημαίνει «όργανο, εργαλείο».
Οι στύλοι της ΔΕΗ είναι φτιαγμένοι από κορμούς δέντρων. Το ξύλο είναι μονωτής του ηλεκτρισμού.
Το πλαστικό είναι μονωτής, γι' αυτό το χρησιμοποιούμε για να κατασκευάσουμε καλώδια, πρίζες και διακόπτες.
Ο αέρας είναι πολύ καλός μονωτής, έχει όμως ένα όριο αντοχής. Όταν, δηλαδή, στα σύννεφα μαζεύονται πάρα πολλά ηλεκτρικά φορτία, τότε παύει να είναι μονωτής. Έτσι, τα φορτία περνάνε μέσα από τον αέρα και πέφτουν στη γη με τη μορφή κεραυνού.
η μόνωση στα σπίτια είναι η κάλυψή τους με ειδικό υλικό, για να μας προστατεύει από τον θόρυβο, το κρύο και την υγρασία
ηχομόνωση
«Πάθαμε μεγάλη ζημιά με τη βροχή. Χάλασε η μόνωση στην ταράτσα και οι τοίχοι στάζουν νερά. Πρέπει να επισκευαστεί το συντομότερο!», είπε ο μπαμπάς στον Τίμο.
Αγγλική |
insulator |
Αραβική | |
عازل كهربائي |
Ρωσική | |
электрический изолятор |
Τούρκικη |
elektrik izolatörü |
Κινεζική |
电绝缘体 |
Τα υλικά που είναι μονωτές, παρότι δεν αφήνουν το ηλεκτρικό ρεύμα να περάσει, μπορούν να φορτιστούν με ηλεκτρισμό. Αυτό γίνεται στα μαλλιά μας που σηκώνονται όρθια, όταν είναι στεγνά και χτενιζόμαστε!