συστολή (η) (συστέλλω, συστέλλομαι)
Η λέξη συστολή στην ΑΕ σημαίνει «συμμάζεμα, ζάρωμα, συρρίκνωση, ελάττωση, περιορισμός».
Όταν μειώνεται η θερμοκρασία ενός σώματος, τότε τα μόριά του κινούνται πιο αργά και λιγότερο έντονα. Έτσι, η απόσταση μεταξύ τους γίνεται μικρότερη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την ελάττωση των διαστάσεων του σώματος, δηλαδή τη συστολή.
Αν παρατηρήσουμε τις γραμμές του τρένου, θα δούμε ότι υπάρχουν κενά ανάμεσα στις σιδερένιες ράγες. Τον χειμώνα τα κενά αυτά είναι μεγαλύτερα λόγω της συστολής που κάνει τις ράγες να «κονταίνουν».
Κάποιοι επιστήμονες προβλέπουν μελλοντικά τη σταδιακή συστολή του Σύμπαντος, κατά την οποία το Σύμπαν θα συγκεντρωθεί όλο σε ένα σημείο, όπως ήταν τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης (Bing Bang).
Προσοχή πολλά ουσιαστικά της ΑΕ σχηματίζονται με το φωνήεν -ο, ενώ προέρχονται από ρήματα που εμφανίζουν το φωνήεν -ε, π.χ. συστέλλομαι-συστολή, βρέχω, βροχή, μετατρέπω-μετατροπή.
όταν κάποιος νιώθει συστολή, είναι ντροπαλός από σεβασμό ή από έλλειψη αυτοπεποίθησης
συνεσταλμένος, -η, -ο
Ο Τίμος είναι πολύ ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί. Κάθε φορά που ο δάσκαλος του δίνει τον λόγο, κοκκινίζει από συστολή.
Αγγλική | |
thermal contraction |
Αραβική |
الانكماش الحراري |
Ρωσική | |
тепловое сжатие |
Τούρκικη |
termal kontraksiyon |
Κινεζική |
热收缩 |
Μπορείς πολύ εύκολα να ξεβιδώσεις το μεταλλικό καπάκι ενός γυάλινου βάζου μαρμελάδας, όταν αυτό βρίσκεται στο ντουλάπι της κουζίνας. Αν, όμως, το τοποθετήσεις στο ψυγείο και η θερμοκρασία του μειωθεί, διαπιστώνεις ότι δυσκολεύεσαι να το ξεβιδώσεις, καθώς λόγω της συστολής το καπάκι σφηνώνει στο στόμιο του βάζου. Μπορείς να σκεφτείς έναν εύκολο τρόπο για να το ανοίξεις;