μονάδα (η)
Η λέξη μονάδα στην ΑΕ σήμαινε «ενότητα».
Ο μικρότερος ακέραιος αριθμός είναι η μονάδα (1).
τμήμα μιας υπηρεσίας που λειτουργεί αυτόνομα
(στρατιωτική) μονάδα: τμήμα του στρατού
η κινητή μονάδα είναι ένα αυτοκίνητο που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μηχανήματα και διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό για να προσφέρει κοινωνικό, ιατρικό, φιλανθρωπικό ή φιλοζωικό έργο
στη μονάδα εντατικής θεραπείας νοσηλεύονται ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση
| Αγγλική |
| unit |
| Αραβική |
| وحدة - مجموعة |
| Ρωσική |
| единица |
| Τούρκικη |
| birim |
| Κινεζική |
| 单位 |
Ιστορικά οι άνθρωποι δημιούργησαν πολλά διαφορετικά συστήματα μονάδων μέτρησης, αρχικά για τη μέτρηση των αποστάσεων και για τη μέτρηση ποσοτήτων, όπως η μάζα (το βάρος) και ο όγκος, για εμπορικούς και παρόμοιους σκοπούς. Από το 1960 έχει καθιερωθεί και ισχύει παγκοσμίως το σύστημα SI (Systeme Internationale), το οποίο περιλαμβάνει επτά θεμελιώδεις μονάδες. Περισσότερα εδώ...
