άπωση (η) (απωθώ, απωθούμαι)
Η λέξη άπωση προέρχεται από την ΑΕ. Τη σημερινή της, όμως, σημασία τη δανειστήκαμε από τη γαλλική (répulsion).
όταν απωθώ κάποιον, τον αναγκάζω να κάνει πίσω, να υποχωρήσει
όταν κάτι με απωθεί, δεν μου αρέσει ή μου προκαλεί την ανάγκη να φύγω
όταν κάποιος έχει απωθημένα, έχει επιθυμίες που δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει
«Με απωθεί το φαστ φουντ. Προτιμώ να κάνω υγιεινή διατροφή», είπε η Ιβάνα.
Ο μπαμπάς του Τίμου θέλει πολύ να πάει στη Χαβάη, αλλά δεν τα έχει καταφέρει ακόμη. Είναι ένα από τα απωθημένα του.
Αγγλική |
repulsion |
Αραβική |
تنافر |
Ρωσική |
отталкивание |
Τούρκικη |
itme |
Κινεζική |
推斥 |
Τα τρένα μαγνητικής αιώρησης χρησιμοποιούν μαγνητικές απωστικές δυνάμεις, ώστε να μην ακουμπούν στις ράγες. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγεται η τριβή και αναπτύσσονται πολύ υψηλές ταχύτητες (400 ή 500 χμ/ώ).
Ο Γάλλος φυσικός Ντυφέ, ανακοίνωσε το 1733 την ύπαρξη δυο τύπων ηλεκτρισμού. Σημείωσε στο τετράδιό σου πώς τα είχε ονομάσει. Σήμερα άραγε χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις για τους δύο τύπους του ηλεκτρισμού;