ρεύμα (το) (ρέω)
Η λέξη ρεύμα στην ΑΕ σήμαινε «αυτό που κυλάει, το ρυάκι».
1 Ampere
Όταν κυκλοφορεί (ηλεκτρικό) ρεύμα σ' ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, η λάμπα ανάβει. Προσπάθησε να συνδέσεις τα εξαρτήματα σωστά.
Με το (ηλεκτρικό) ρεύμα μεταφέρεται η ηλεκτρική ενέργεια από τα εργοστάσια παραγωγής μέχρι τα σπίτια μας.
Έπρεπε να δέσουμε τη βάρκα πιο σφιχτά! Το ρεύμα του ποταμού την παρέσυρε και την χάσαμε.
Προσοχή! Στη γενική ενικού και στον πληθυντικό αριθμό η λέξη παίρνει ακόμη μια συλλαβή: του ρεύματος, τα ρεύματα, των ρευμάτων. Στη γενική πληθυντικού ο τόνος κατεβαίνει: των ρευμάτων.
Λέμε το ηλεκτρικό ρεύμα, το ρεύμα αλλά και το ηλεκτρικό!
το κομμάτι του δρόμου όπου τα αυτοκίνητα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση
η τάση ή η γνώμη που ακολουθούν πολλοί άνθρωποι
Όταν οδηγούμε, δεν επιτρέπεται να μπούμε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.
Η μαμά της Ιβάνας ακολουθεί το ρεύμα στη μόδα. Έτσι, είναι πάντα καλοντυμένη.
Αγγλική | |
electric current |
Αραβική |
الكهربائي التيار |
Ρωσική |
электрический ток |
Τούρκικη |
elektrik akımı |
Κινεζική |
电流 |
Άραγε τι είναι αυτό που πληρώνουμε, όταν μας έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ; Όταν μιλάμε μεταξύ μας, λέμε ότι είναι ο λογαριασμός για το "ηλεκτρικό ρεύμα". Ψάξτε στην ανάλυση του λογαριασμού (πατώντας τους αριθμούς στην εικόνα), τίνος την κατανάλωση πληρώνουμε.