έλξη (η) (έλκω, έλκομαι)
Η λέξη έλξη στα ΑΕ σήμαινε «τράβηγμα, σύρσιμο».
Όταν πλησιάζουμε δύο αντίθετους μαγνητικούς πόλους μεταξύ τους, νιώθουμε μια δύναμη να μας βοηθάει. Η δύναμη αυτή ονομάζεται έλξη.
η δύναμη που τείνει να φέρει σε επαφή δύο σώματα ή που κρατά σε επαφή τα μόρια ενός σώματος
ελκτική δύναμη
άπωση
παγκόσμια έλξη: η πολύ ισχυρή δύναμη που κάνει όλα τα σώματα, από τα πολύ μικρά ως τα πολύ μεγάλα, όπως ο Ήλιος, η Γη και η Σελήνη, να έλκονται μεταξύ τους
βαρυτική έλξη, βαρύτητα
Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης: ο νόμος που διατύπωσε ο Νεύτωνας, σύμφωνα με αυτόν υπολογίζεται η έλξη που ασκείται μεταξύ δύο σωμάτων, αν γνωρίζουμε τη μεταξύ τους απόσταση και τη μάζα τους
ελκτικός, -ή, -ό
Ο Αϊλάν πλησίασε τον ένα μαγνήτη κοντά στον άλλο. Η έλξη ήταν τόσο δυνατή που οι μαγνήτες τού έφυγαν από τα χέρια και ενώθηκαν μεταξύ τους.
Όταν φέρω σε κοντινή απόσταση δύο σώματα με αντίθετο φορτίο, τότε ασκείται έλξη/ ελκτική δύναμη από το ένα στο άλλο και πλησιάζουν μεταξύ τους.
Όλα τα σώματα που βρίσκονται πάνω στη Γη έλκονται προς το κέντρο της με μια δύναμη που την ονομάζουμε βαρύτητα.
Το ουσιαστικό έλξη χρησιμοποιείται με τα ρήματα ασκώ και νιώθω, π.χ. ασκώ έλξη σε κάτι ή κάποιον, νιώθω έλξη για κάποιον. Το ρήμα έλκω χρησιμοποιείται συνήθως στον ενεστώτα.
ανελκυστήρας, έλκηθρο, ελκυστικός, ελκύω
το τράβηγμα
η ικανότητα που έχει κάποιος να γοητεύει
Τα άλογα έλκουν την άμαξα. Η έλξη της άμαξας από τα άλογα.
Ο μπαμπάς και η μαμά ένιωσαν μια δυνατή έλξη από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν.
Αγγλική |
electric attraction |
Αραβική |
الجذب الكهربائي |
Ρωσική |
Электрический аттракцион |
Τούρκικη |
Elektrik çekim |
Κινεζική |
电力吸引力 |
Τρίψε ένα πλαστικό στιλό πάνω σε μάλλινη μπλούζα. Μετά πλησίασέ το σε χαρτί που το έχεις κόψει σε πολύ μικρά κομματάκια. Τι παρατηρείς;