πήξη (η) (πήζω)
Η λέξη πήξη προέρχεται από την ΑΕ και σημαίνει «ψύξη, πάγωμα».
Μέχρι να πήξει ένα υγρό και να γίνει στερεό, χρειάζεται να περάσει κάποια ώρα. Όση ώρα διαρκεί η πήξη, η θερμοκρασία του υγρού παραμένει σταθερή.
Στις μηχανές των αυτοκινήτων μας υπάρχει το ψυγείο που βοηθά τη μηχανή να κρυώνει. Εκεί βάζουμε νερό μαζί με ένα υγρό που λέγεται αντιπηκτικό. Το υγρό αυτό εμποδίζει το νερό να πήξει, όταν έχει παγωνιά.
«Πόσο χρήσιμη μάς είναι η πήξη!», είπε ο Αϊλάν. «Χωρίς αυτή δεν θα είχαμε ούτε παγωτά ούτε γρανίτες!».
όταν πήζουμε υγρά (π.χ. τρόφιμα, το νερό, κ.ά), τους δίνουμε στερεή μορφή
όταν διάφορα υγρά (π.χ. τρόφιμα, το νερό, το αίμα, κ.ά) πήζουν, αποκτούν στερεή μορφή
όταν πήζω στη δουλειά, κουράζομαι πολύ
Για να φτιάξουμε τυρί χρειαζόμαστε τη μαγιά, μια ουσία που κάνει το γάλα να πήζει.
«Μη στενοχωριέσαι! Μπορεί να έτρεξε λίγο αίμα, αλλά σε λίγη ώρα θα πήξει και η πληγή θα κλείσει», είπε η Ζωή στην Ιβάνα.
«Έπηξα στο διάβασμα, φίλε μου! Όλο το σαββατοκύριακο μέσα και δεν σήκωσα κεφάλι από τα βιβλία!», είπε ο Τίμος στον Αϊλάν.
Αγγλική |
freezing |
Αραβική | |
تجلط الدم |
Ρωσική |
коагуляция |
Τούρκικη |
donma |
Κινεζική |
凝结 |
Έχεις παρατηρήσει ότι στη χιονισμένη αυλή του σχολείου ή τους δρόμους ρίχνουμε αλάτι; Τα άτομα του αλατιού εισχωρούν στα μόρια του νερού και τα απομακρύνουν. Έτσι, η πήξη συντελείται πιο δύσκολα και το χιόνι δεν παγώνει.