μονωτής (ο) (μονώνω, μονώνομαι)
Η λέξη μονωτής προέρχεται από το ρήμα μονώνω που σημαίνει «απομονώνω» και την κατάληξη -τής, σημαίνει δηλαδή «το υλικό που απομονώνει».
Ο αέρας είναι εξαιρετικός μονωτής, γι’ αυτό τα χειμωνιάτικα μπουφάν συνήθως είναι «φουσκωτά». Στο εσωτερικό τους έχουν πούπουλα ή υαλοβάμβακα, ώστε να εγκλωβίζουν κάποια ποσότητα αέρα.
Η γούνα των ζώων αποτελεί έναν θαυμάσιο μονωτή που τα προστατεύει ενάντια στο πολικό ψύχος.
Τα τούβλα που χρησιμοποιούμε για να χτίζουμε τα σπίτια μας έχουν τρύπες στη μέση. Μέσα στις τρύπες υπάρχει αέρας που λειτουργεί σαν θερμομόνωση.
Οι κούπες που χρησιμοποιούμε για να βάζουμε τον καφέ μας τον χειμώνα έχουν χοντρά τοιχώματα από κεραμικό υλικό που είναι μονωτικό. Έτσι, ο καφές διατηρείται ζεστός για περισσότερη ώρα.
η μόνωση στα σπίτια είναι η κάλυψή τους με ειδικό υλικό, για να μας προστατεύει από τον θόρυβο, το κρύο και την υγρασία
ηχομόνωση
Αγγλική |
insulator |
Αραβική |
عازل |
Ρωσική |
изолятор |
Τούρκικη |
yalıtkan |
Κινεζική |
绝缘子 |
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο πάγος είναι μονωτικό υλικό! Σκέψου τους Εσκιμώους που φτιάχνουν σπίτια από πάγο, τα ιγκλού, κάτι θα ξέρουν…