ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
α
αγωγός (θερμότητας)
αγωγός (ο)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/αγωγος.mp3"][/audio]Η λέξη αγωγός προέρχεται από το ΑΕ ρήμα άγω που σημαίνει «μεταφέρω».
β
βρασμός
βρασμός (ο) (βράζω)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/βρασμος.mp3"][/audio]Η λέξη βρασμός είναι παράγωγη: βράζω (βρασ-) +-μός, δηλαδή το αποτέλεσμα του βράζω.
δ
διαστολή (θερμική)
διαστολή (η) (διαστέλλομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/διαστολή.mp3"][/audio]Η λέξη διαστολή στην ΑΕ σήμαινε «χωρισμός ή απομάκρυνση». Δανειστήκαμε τη σημερινή σημασία της λέξης από τη γαλλική (dilatation).
ε
εξάτμιση
εξάτμιση (η) (εξατμίζομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/εξατμιση.mp3"][/audio]Η λέξη εξάτμιση προέρχεται από το ΑΕ ρήμα ἀτμίζω που σημαίνει «βγάζω ατμούς».
θ
θερμική ενέργεια
θερμική ενέργεια (η)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/θερμική-ενέργεια.mp3"][/audio]Η λέξη θερμικός προέρχεται από την ΑΕ λέξη θερμός που σήμαινε «ζεστός». Κατασκευάστηκε, όμως, στη γαλλική (thermique).
Τι παρατηρούμε για τη λέξη αυτή στις γλώσσες του κόσμου;
θερμοκρασία
θερμοκρασία (η)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/θερμοκρασια.mp3"][/audio]Η λέξη θερμοκρασία προέρχεται από τις ΑΕ λέξεις θερμός +κράση (=ανάμειξη).
θερμόμετρο
θερμόμετρο (το) (θερμομετρώ)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/θερμομετρο.mp3"][/audio]Η λέξη θερμόμετρο είναι σύνθετη: θερμο- + -μετρο. Πρώτη φορά, όμως, σχηματίστηκε στη γαλλική (thermomètre ).
Τι παρατηρούμε για τη λέξη αυτή στις γλώσσες του κόσμου;
θερμότητα
θερμότητα (η) (θερμαίνω, θερμαίνομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/θερμότητα.mp3"][/audio]Η λέξη θερμότητα προέρχεται από την ΑΕ.
κ
κατάσταση (φυσική)
κατάσταση (η)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/κατάσταση.mp3"][/audio]Η λέξη κατάσταση είναι ΑΕ.
μ
μονωτής (θερμότητας)
μονωτής (ο) (μονώνω, μονώνομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/μονωτης.mp3"][/audio]Η λέξη μονωτής προέρχεται από το ρήμα μονώνω που σημαίνει «απομονώνω» και την κατάληξη -τής, σημαίνει δηλαδή «το υλικό που απομονώνει».
π
πήξη
πήξη (η) (πήζω)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/πηξη.mp3"][/audio]Η λέξη πήξη προέρχεται από την ΑΕ και σημαίνει «ψύξη, πάγωμα».
σ
συστολή (θερμική)
συστολή (η) (συστέλλω, συστέλλομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/συστολη.mp3"][/audio]Η λέξη συστολή στην ΑΕ σημαίνει «συμμάζεμα, ζάρωμα, συρρίκνωση, ελάττωση, περιορισμός».
τ
τήξη
τήξη (η) (τήκω, τήκομαι)
[audio mp3="https://elefys.e-me.edu.gr/wp-content/uploads/2019/08/τηξη.mp3"][/audio]Η λέξη τήξη προέρχεται από το ΑΕ ρήμα τήκω που σημαίνει «λιώνω».